- εκρηγνύω
- (AM ἐκρηγνύω και ἐκρήγνυμι)νεοελλ.1. κάνω κάτι να σπάσει, σπάζω, θραύω, θρυμματίζομαι από εσωτερική δύναμη («υπάρχει κίνδυνος να εκραγεί η βόμβα»)2. (για απροσδόκητο γεγονός, για ξαφνική συναισθηματική ή ανακλαστική εκδήλωση) ξεσπώ, εκρήγνυμαι («εξερράγη επανάσταση», «εξερράγη σε ύβρεις»)μσν.1. (το παθ.) θραύομαι2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐξερρωγώςα) είμαι απόκρημνοςβ) διεφθαρμένος3. εκδηλώνομαι, φανερώνομαι, ξεσπώαρχ.1. (με γεν.) αποσπώ, παρασύρω («ὕδωρ ἐξέρρηξεν ὁδοῑο», Ιλ. Ψ)2. (για ρούχα) σχίζομαι, διαρρηγνύομαι3. (με αιτ.) ξεσπώ, κάνω να ξεσπάσει («προὔλεγον... καταιγίδων ὄμβρον ἐκρήξει [η νεφέλη]», Πλούτ.)4. (για φύμα) ανοίγω5. (αμτβ.) δημιουργώ ρήγμα («καθ' ἡμᾱς οὔποτ' ἐκρήξει μάχη», Σοφ. Αί.)6. (για πρόσ.) ξεσπώ σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.